ακέλυφος

ακέλυφος
-η, -ο (Α ἀκέλυφος, -ον) [κέλυφος]
νεοελλ.
όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.)
αρχ.
καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα
«ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκέλυφα — ἀκέλυφος without husk neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”